- προοφθαλμίς
- προ-οφθαλμίς, ίδος, ἡ, das Vorauge, der erste Trieb des jungen Weinstocks
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προοφθαλμίς — ίδος, ἡ, Μ το πρώτο βλάστη μα νέου κλήματος, το πρώτο μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀφθαλμός «μικρό φύμα νέου βλαστού» + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
προοφθαλμίδας — προοφθαλμίς first bud fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek